- λεμφατικός
- -ή, -όιατρ.1. αυτός που οφείλεται σε ανωμαλία τού λεμφικού συστήματος2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λεμφατισμό και παρουσιάζει αδυναμία αντίστασης στις λοιμώξεις3. φρ. «λεμφατική διάθεση» — προδιάθεση ενός οργανισμού για υπερπλασία τών οργάνων που αποτελούνται από λεμφικό ιστό, αλλ. λεμφατισμός.
Dictionary of Greek. 2013.